- στυπτικῶν
- στυπτικόςastringentfem gen plστυπτικόςastringentmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στυπτηρία — η, ΝΑ, και στρυπτηρία και ιων. τ. στυπτηρίη Α νεοελλ. χημ. ένυδρο διπλό θειικό άλας τού καλίου και τού αργιλίου, κν. στύψη αρχ. (ενν. γη) 1. ονομασία ομάδας στυπτικών ουσιών που περιείχαν, κυρίως, χαλκίτιδα 2. (στην Αίγυπτο) το μονοπώλιο τών… … Dictionary of Greek
διάρροια — Σύμπτωμα των εντερικών παθήσεων, δηλητηριάσεων ή άλλων παθολογικών καταστάσεων που συνίσταται σε χαλαρές και συχνές κενώσεις, οι οποίες μπορεί να περιέχουν μεγάλη ποσότητα νερού, αίματος, πύου, βλέννας ή λίπους. Εκτός από τις εντερικές παθήσεις… … Dictionary of Greek
επίστυψις — ἐπίστυψις, ἡ (Α) [επιστύφω] χρησιμοποίηση στυπτικών φαρμάκων … Dictionary of Greek
μολυβδόνερο — και μολυβόνερο, το (φαρμ.) βασικός οξικός μόλυβδος αραιωμένος με νερό, ο οποίος χρησιμοποιείται σε επιθέματα, καθώς και για πλύσεις λόγω τών στυπτικών ιδιοτήτων του … Dictionary of Greek
στύψη — η / στῡψις, ύψεως, ΝΜΑ [στύφω] 1. (για εδώδιμο) στυφάδα, στυπτικοτητα 2. (στη βαφική) εμβάπτιση σε στυπτική ουσία υφάσματος που πρόκειται να βαφεί ώστε το χρώμα να είναι ανεξίτηλο νεοελλ. χημ. η στυπτηρία αρχ. 1. (σχετικά με δέρμα) συστολή,… … Dictionary of Greek
τρίσχιστος — ίστη, ον, Α 1. σχισμένος στα τρία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τρισχίστη (στην Αίγυπτο) η στυπτηρία, το μονοπώλιο τών στυπτικών ουσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. τετρά σχιστος] … Dictionary of Greek